οξύχολος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρόχολος)].