ὀπισώτατος

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. from ὀπίσω, hindmost, Sanimelb. 4308.5(iii B. C.).

Greek Monolingual

ὀπισώτατος, -άτη, -ον (Α) οπίσω
αυτός που βρίσκεται πίσω από όλους, έσχατος.