ὀποκάρπασον

English (LSJ)

τό, = ὀπὸς καρπάσου (v. κάρπασος 11), Dsc.Alex.Praef.; opocarpatum, Plin.HN28.158,32.98.

Greek (Liddell-Scott)

ὀποκάρπᾰσον: τό, ὀπὸς καρπάσου, ἴδε κάρπασος.

Greek Monolingual

ὀποκάρπασον, τὸ (Α)
ο οπός της καρπάσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάρπασον «είδος φυτού»].

Frisk Etymological English

See also: s. καρπασον

German (Pape)

ὀποκάλπασον.