ὀρέσβιος

English (LSJ)

ὀρέσβιον, living on mountains, Opp.C.3.345; ὀρεσίβῐος, Eust.ad D.P.322.

German (Pape)

[Seite 372] in den Gebirgen lebend, λέαινα, Opp. Cyn. 3, 345.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέσβιος: -ον, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ζῶν, κατοικῶν, Ὀππ. Κυν. 3. 345· ὀρεσίβιος, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 322.

Greek Monolingual

ὀρέσβιος, -ον (Α)
βλ. ὀρεσίβιος.