ὀρεσίβιος

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσίβιος Medium diacritics: ὀρεσίβιος Low diacritics: ορεσίβιος Capitals: ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: oresíbios Transliteration B: oresibios Transliteration C: oresivios Beta Code: o)resi/bios

English (LSJ)

v. ὀρέσβιος.

German (Pape)

[Seite 372] = ὀρέσβιος, zw.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].