ὀρέστιον

English (LSJ)

or ὀρέστειον, τό, = ἑλένιον, Dsc.1.28,5.56, Plin.HN14.108.

German (Pape)

[Seite 373] τό, ein Kraut, sonst νεκτάριον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέστιον: ἢ -ειον, τό, βοτάνη τις, = νεκτάριον, Διοσκ. 5. 66.

Greek Monolingual

ὀρέστιον και ὀρέστειον, τὸ (Α) ορέστης
το φυτό ελένιον.