ὀργιστέον

English (LSJ)

one must be angry, D.21.123, Arist.EN1109b16, M.Ant. 5.22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὀργίζομαι, δεῖ ὀργίζεσθαι, Δημ. 555. 7, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 7.

Greek Monotonic

ὀργιστέον: ρημ. επίθ., κάποιος που πρέπει να οργίζεται, σε Δημ.