ὀρείαυλος

English (LSJ)

ὀρείαυλον, (αὐλή) inhabiting the mountains, Opp.C.3.18, H.4.309.

German (Pape)

[Seite 371] in den Bergen hausend, bergbewohnend; θῆρες, Opp. Cyn. 3, 18; auch ξύλοχοι, Hal. 4, 309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui se trouve sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, αὐλή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρείαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ τὰ ὄρη κατοικῶν, Ὀππ. Κυν. 3. 18· καθόλου, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 4. 309.

Greek Monolingual

ὀρείαυλος και ὀρέσσαυλος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεσσ- (βλ. λ. όρος [II]) + -αυλος (< αὐλή), πρβλ]. θύρ-αυλος].