ὀρεσικοίτης

English (LSJ)

ὀρεσικοίτου, = ὀρειλεχής, Sch.rec.S.OT1100; ὀρεσίκοιτος, ον, Glossaria on ὀρεσκῴοισιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Schol. Soph. O. R. 1091.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσῐκοίτης: -ου, = ὀρειλεχής, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1091. ὀρεσίκοιτος, ον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρεσικοίτης, ὁ (Α)
βλ. ορεσίκοιτος.