ορεσίκοιτος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

ὀρεσίκοιτος, -ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α)
αυτός που κοιμάται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -κοίτος / -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρόκοιτος, υληκοίτης].