[Seite 372] = ὀρεινόμος, Sp.
ὀρεσῐνόμος: -ον, = ὀρεινόμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 173.
ὀρεσινόμος, -ον (Μ)βλ. ὀρεσσινόμος.