ὀρεσσινόμος
From LSJ
English (LSJ)
ὀρεσσινόμον, = ὀρεινόμος, Hes.Sc.407, Nonn. D. 28.25.
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρεινόμος, Hes. Sc. 407, αἴξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσσῐνόμος: -ον, = ὀρεσινόμος, ὀρεινόμος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 407, Νόνν. Δ. 28. 25.
Greek Monolingual
ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
βλ. ορεινόμος.
Greek Monotonic
ὀρεσσῐνόμος: -ον, = ὀρεινόμος, σε Ησίοδ.