(ὄρος) live on mountains, Nic.Th.413.
[Seite 372] sich in den Gebirgen aufhalten, Nic. Th. 43.
ὀρεσκεύω: (ὄρος) ζῶ, κατοικῶ ἐπὶ τῶν ὀρέων, Νικ. Θηρ. 413.
ὀρεσκεύω (Α) ορεσκώοςκατοικώ στα όρη.