ορεσκώος

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος
2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό ὀρεσ- (< ὄρος [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. κεῖμαι «βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος». Το μακρό φωνήεν - του β' συνθετικού -κῷος (αντί ενός αναμενόμενου -κοῖος), το οποίο οφείλεται κατά μία άποψη σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].