v. ὀρθόκωλος.
[Seite 374] Hippiatr., wahrscheinlich f. L. für ὀρθόκωλος.
ὀρθόκοιλος, -ον (Μ)(πιθ. εσφ. γρ. αντί ὀρθόκυλλος) ορθόκωλος.