ὀρνίθιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄρνις, small bird, Hdt.2.77, Ar. Av.223, Arist.HA609a16, al.; esp. chicken, Cratin.113; τὰ χοιρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ' ὀ. Stratt.58.

German (Pape)

[Seite 383] τό, dim. zu ὄρνις, Vögelchen, Her. 2, 77; bes. Hühnchen, oft bei Comic., vgl. Ath. IX, 373; Plut. Artax. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit oiseau.
Étymologie: ὄρνις.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνίθιον: (νῑ) τό маленькая птичка, пичужка Her., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνίθιον: [νῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρνις, μικρὸν πτηνόν, Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15, κ. ἀλλ.· μάλιστα «ὀρνιθόπουλον», Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 3· τὰ χειρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ’ ὀρν. Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 2.

Greek Monotonic

ὀρνίθιον: [νῑ], τό, υποκορ. του ὄρνις, μικρό πουλί, πουλάκι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὀρν¯ίθιον, ου, τό, [Dim. of ὄρνις
a small bird, Hdt.