ὀρνεακός
English (LSJ)
ὀρνεακή, ὀρνεακόν, of or belonging to birds, Tz. ad Lyc.598.
German (Pape)
[Seite 382] von Vögeln, den Vögeln eigen, Tzetz. ad Lycophr. 598.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ὄρνεα, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 598.
Greek Monolingual
ὀρνεακός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρνεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. -ακός (πρβλ. ιχθυακός)].