ὀρνιθικός

English (LSJ)

ὀρνιθική, ὀρνιθικόν, of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln eigen (?).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθικός: птичий (τροφή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.

Greek Monolingual

ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.

Greek Monotonic

ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀρνῑθικός, ή, όν
of or for birds, Luc.