ὁ, v. ὀρός.
ὁ, = ὀρός, Molken; Arist. H.A. 3.20 erkl. ἰχὼρ ὑδατώδης; Vetera Lexica, die es von ὀρούω ableiten. Vgl. οὖρος.
ὀρρός: ὁ Arst., Plut. = ὀρός.
ὀρρός: (Α), ὁ, ἴδε ἐν λ. ὀρός.
ο (ΑΜ ὀρρός)(εσφ. γρφ.) βλ. ορός.
(=τυρόγαλο). Ἀντί ὀρός.