ὀρφοβοτία

German (Pape)

[Seite 389] ἡ (s. das Vorige), Pflege u. Erziehung der Waisen, vgl. Lob. Phryn. 521.

Greek Monolingual

ὀρφοβοτία, ἡ (Α) ορφοβότης
φροντίδα και ανατροφή ορφανών.