ορφοβότης

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ὀρφοβότης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].