ὀρφοβότης
English (LSJ)
ὀρφοβότου, ὁ, = ὀρφανοτρόφος, and ὀρφοβοτία, ἡ, the care of orphans or education of orphans, Hsch., who also cites ὤρφωσεν (fr. ὀρφόω) for ὠρφάνισεν.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, für ὀρφανοβότης, = ὀρφανοτρόφος, Hesych. erkl. ἐπίτροποι ὀρφανῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφοβότης: -ου, ὁ, = ὀρφανοτρόφος, καὶ ὀρφοβοτία, ἡ, ἡ φροντὶς καὶ ἀγωγὴ ὀρφανῶν, Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει καὶ ὤρφωσεν ὅπερ ἑρμηνεύει: ὠρφάνισεν.
Greek Monolingual
ὀρφοβότης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].