ὀρύζιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄρυζα, Sch.D.T.p.195 H.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρύζιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρυζα, Achmes Ὀνειροκρ. 210, Α. Β. 794. 19.

Greek Monolingual

ὀρύζιον, τὸ (ΑΜ) όρυζα
υποκορ. του όρυζα, χωρίς υποκορ. σημασία, το ρύζι.