ρύζι

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία του ετήσιου αγρωστώδους φυτού Oryza sativa, του γένους όρυζα, καθώς και του εδώδιμου αμυλούχου καρπού του, που αποτελεί τη βασική τροφή του μισού πληθυσμού της Γης
2. έδεσμα από βρασμένο ρύζιρύζι με σάλτσα»)
3. φρ. «βράσε ρύζι» — η αποτυχία είναι πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀρύζι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. ὄρυζα (με σίγηση του αρκτικού άτονου ο-)].