ὀστοειδής
English (LSJ)
ὀστοειδές, like bones, Hp.Loc.Hom.4 (Comp.), Gal.14.720.
German (Pape)
[Seite 400] ές, knochenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ὀστοειδής, -ές (Α)
όμοιος με οστό, οστεοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].