τό, Dim. of ὀσφῦς, Theognost.Can.125.
ὀσφύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὀσφύς, Θεογνώστ. Κανόν. 125 (Α.Β. 1406).
ὀσφύδιον, τὸ (Α) οσφύς(υποκορ. του οσφύς) μικρή μέση, μεσούλα.