ὀτλήμον, = ἄθλιος, Hsch. (ὁ τλήμων· ὁ ἄθλιος, Schmidt).
[Seite 405] ον, unglücklich, duldend, Hesych. erklärt ἄθλιος.
ὀτλήμων: -ον, = ἄθλιος, Ἡσύχ.· ὁ Schmidt ἐξέδωκεν ὁ τλήμων· «ὁ ἄθλιος».
ὀτλήμων, -ον και δ. γρφ. ὁ τλήμων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἄθλιος».