ὀτρυγηφάγος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = τρυγηφάγος, Archil.97.

German (Pape)

[Seite 405] = τρυγηφάγος, Archil. frg. 79.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον, = τρυγηφάγος, Ἀρχίλ. 31. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρυγηφάγου· περιττὸν τὸ ο. τρύγη γὰρ ὁ σῖτος καὶ ὁ χόρτος».

Greek Monolingual

ὀτρυγηφάγος, -ον (Α)
βλ. τρυγηφάγος.