τρυγηφάγος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring crops, Plu.2.730b; also ἀτρυγηφάγος, Hsch.; ὀτρυγηφάγος, Archil.97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les récoltes.
Étymologie: τρύγη, φαγεῖν.

German (Pape)

Feld-, Baumfrucht essend, bes. Getreide fressend, Plut. Symp. 8.8.3.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφάγος: (ᾰ) пожирающий плоды Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον = σιτοφάγος, οὔτε σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· ὡσαύτως, ἀ-τρυγηφάγος, «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-τρυγηφάγος, ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.

Greek Monolingual

και ὀτρυγηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρέφεται με τρύγη, με δημητριακά, σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φάγος. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)].