ὀφελής

English (LSJ)

ὀφελές, advantageous, POxy.237 viii 15 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀφελής, -ές (Α)
επωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -ωφελής (< ὄφελος)].