ὀχάνη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, ὄχανον Plu.Cleom.11.
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, = Folgdm, Plut. Cleom. 11, τὴν ἀσπίδα φορεῖν δι' ὀχάνης, μὴ διὰ πόρπακος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
courroie servant de poignée au bouclier.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ὀχάνη: (ᾰ) ἡ Plut. = ὄχανον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχάνη: ἡ, = τῷ ἑπομένῳ, Πλουτ. Κλεομ. 11.
Greek Monolingual
ὀχάνη, ἡ (Α)
όχανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -άνη (πρβλ. χοάνη)].