ὄχανον
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
τό, or ὀχάνη (ἔχω A) holder of a shield, i.e. a bar or band fastened crosswise on the under side of the shield, through which the bearer passed his arm, Anacr.91, Hdt.2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the Carians acc. to Hdt.1.171.
German (Pape)
[Seite 428] τό, die Handhabe am Schilde, welche aus zwei Querbändern in der Mitte des hohlen Schildes bestand, durch welche man Arm u. Hand steckte, so daß man den Schild mit größerer Leichtigkeit schwingen konnte, nach Her. 1, 171 eine Erfindung der Karier an Stelle des frühern τελαμών (was zu vgl.); von πόρπαξ ist es nach Plut. (s. ὀχάνη) verschieden; Her. 2, 141 werden die ὄχανα von Mäusen zernagt; einzeln auch bei Sp., wie Luc. Gymnas. 27 Herod. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. ὀχάνη.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ὄχᾰνον: τό (ременная) рукоять щита Her., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχᾰνον: τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο ταινία σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς ἀσπίδος οὕτως ὥστε ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ μεγάλη ἀσπὶς (θυρεός, παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ πόρπαξ· ὅστις πιθανῶς ἦτο κρίκος τις ὅστις εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, ὥστε νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς ἄχρηστος, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ ἴσως οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), ὅθεν ἡ φράσις πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχανον· ὁ τῆς ἀσπίδος πόρπαξ. καὶ ὁ δεσμός. καὶ ὅπου ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» (ἴσως διορθωτ. τὰς χεῖρας).
Greek Monotonic
ὄχᾰνον: τό (ἔχω), λαβή ασπίδας, η στερεωμένη ταινία στις δύο άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το χέρι του αυτός που κρατούσε την ασπίδα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὄχᾰνον, ου, τό, [ἔχω]
the holder of a shield, a bar across the hollow of the shield, through which the bearer passed his arm, Hdt.