ἡ, fem. of ὀχευτής, Id. s.v. ψόαν.
[Seite 429] ἡ, fem. zu ὀχευτής, Hesych.
ὀχεύτρια, ἡ (Α) οχεύωακόλαστη, ασελγής γυναίκα.