οχεύω

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

ὀχεύω)
1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω
2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι
(για θηλ. ζώο) βατεύομαι
αρχ.
1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να το βατεύσει
2. (το μέσ.) (για αρσ. και θηλ. ζώο) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. με το ὀχοῦμαι «μεταφέρομαι από όχημα ή άλογο» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ὀχεύω συνδέεται με το ἔχω «υποτάσσω, γίνομαι κύριος». Έχει, επίσης, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀχῶμαι «πηδώ» και ανάγεται σε ρίζα wegh- «κινώ, σείω» (πρβλ. γαιήοχος, οχλεύς, όχλος). Τέλος, έχει προταθεί η παραγωγή του ρ. από τη λ. ὀχεύς «μοχλός, σύρτης που εισέρχεται σε τρύπα του τοίχου». Η μτφ. εξέλιξη από τη σημ. του ὀχεύς στη σημ. του ὀχεύω «βατεύω, συνουσιάζομαι» μπορεί να παραβληθεί κατ' αντίστροφο τρόπο με τη χρήση της λ. κήλων «επιβήτορας ίππος» με σημ. «ξύλινο δοκάρι»].