ὀχθοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, watchman on a river-bank, Lat. riparius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 430] ακος, ὁ, Hügel-, Uferwächter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχθοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φρουρῶν ἐπὶ λόφου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀχθοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας όχθης ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη + φύλαξ.