ὀχθᾶσθαι

English (LSJ)

ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.

Greek Monolingual

ὀχθᾶσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε ὀχθεῖσθαι].