ὀχληρία

English (LSJ)

ἡ, troublesomeness, importunity, LXX Ec.7.26 (25).

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, die Lästigkeit, LXX. u. a. Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ὀχληρία: ἡ, ὀχληρότης, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Ζ΄, 26).

Greek Monolingual

ὀχληρία, ἡ (Α) οχληρός
οχληρότητα, φορτικότητα.