οχληρός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
αρχ.
1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός
2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός
3. θορυβώδης, ταραχώδης.
επίρρ...
οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)
με οχληρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].