ὀχυρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, firmness, strength, especially of a stronghold or country, -τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.

German (Pape)

[Seite 431] ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes; πιστεύειν ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, Pol. 5, 62, 6; D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀχυρός, μάλιστα ἐπὶ φρουρίου, τόπου ἢ θέσεως, Πολύβ. 5. 62, 6., 7. 15, 2, κλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχῠρότης: ητος ἡ укрепленность, неприступность (αἱ ὀχυρότητες τῶν τόπων Polyb.).