ὀχυρός
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,
A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewhere A. uses ἐχυρός (q.v.).
2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχυρός); πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. ὀχυρῶς = powerfully E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.
German (Pape)
[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ὀχυρός: ἔχω
1 крепкий, прочный (ξύλον Hes.);
2 сильный, неодолимый (ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.);
3 неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D· πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῖσι παρθενῶσι φρουροῦνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].
Greek Monotonic
ὀχῠρός: -ά, -όν (ἔχω) όπως το ἐχυρός·
I. 1. σταθερός, ανθεκτικός, ισχυρός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για τόπο, ισχυρός, ασφαλής, σε Ευρ.· ιδίως για τόπους από στρατιωτική άποψη ή για στρατηγικές θέσεις, ισχυρός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, απόκρημνος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ρῶς, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐχυρός.
Middle Liddell
ὀχῠρός, ή, όν [ἔχω]
I. like ἐχυρός, firm, lasting, stout, Hes., Aesch.
2. of places, strong, secure, Eur.: especially of a stronghold or position, strong, tenable, Xen.
II. adv. -ρῶς, Eur.
Frisk Etymology German
ὀχυρός: {okhurós}
See also: s. ἐχυρός.
Page 2,458
Mantoulidis Etymological
(=δυνατός, ἀσφαλισμένος). Ἀπό τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.