ὀψωνισμός

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, = ὀψωνιασμός, als schlechtes Wort des Men. bezeichnet Poll. 6, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνισμός: -οῦ, ὁ, = ὀψωνιασμός, διάφ. γραφὴ παρὰ Μενάνδρ. (Πολυδ. Ϛϳ, 38), Βυζαντ.

Greek Monolingual

ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) οψωνίζω
(δ. γρφ.) οψωνιασμός.