μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.