ὀϊσθείς

English (LSJ)

v. οἴομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊσθείς: ἴδε ἐν λ. οἴομαι.

Greek Monotonic

ὀϊσθείς: μτχ. Παθ. αορ. αʹ του οἴομαι.