ὁκότερος

English (LSJ)

Ionic for ὁπότερος.

German (Pape)

[Seite 316] ion. = ὁπότερος, Her. 2, 82.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὁπότερος.

Greek Monolingual

ὁκότερος, -έρα, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. οπότερος.