οπότερος

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, -έρα, -ον (Α)
(αντων.)
1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο
2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε
3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος από τους δύο («ἐὰν... ὁπότερος αὐτοῖν... πράξῃ», Πλάτ.)
4. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὁπότερον και ὁπότερα
(σε πλαγ. ερώτ. και όταν ακολουθούν ένα ή δύο ... ή εἴτε...εἴτε) αν, εάν («ἐβουλεύοντο ὁκότερα ἢ παραδόντες ἢ ἐκλιπόντες... ἄμεινον πρήξουσι», Ηρόδ.)
5. φρ. «οὐδ' ὁπότερος» — κανένας από τους δύο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
επίρρ...
ὁποτέρως (Α)
(σε αναφ. και πλάγ. ερωτ. πρότ. με ορστ.) με ποιον από τους δύο τρόπους ή σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. όπότερος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πότερος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].