ὁλκαδικός

English (LSJ)

ὁλκαδική, ὁλκαδικόν, like a ship of burden, πλοῖον ὁλκαδικόν = ὁλκάς (cargo ship), Arist.IA 710a19.

German (Pape)

[Seite 323] von der Art eines Lastschiffes, dazu gehörig, Arist. de incessu anim. 10.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκαδικός: (о судне) грузовой (πλοῖον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ὅμοιος πρὸς ὁλκάδα, πλοῖον ὁλ. = ὁλκάς, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.

Greek Monolingual

ὁλκαδικός, -ή, -όν (Α) ολκάς
1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα
2. φρ. «πλοῖον ὁλκαδικόν» — η ολκάς.