ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) ολκή1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῖον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.