ὁμαλιστήρ

English (LSJ)

ὁμαλιστῆρος, ὁ, instrument for levelling, strickle, in plural, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 329] ῆρος, ὁ, ein Werkzeug zum Gleichmachen, Ebenen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλιστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁμᾰλίστρα, ἡ, ὁμάλιστρον, τό, ἐργαλεῖον πρὸς ἰσοπέδωσιν, Λατ. ruta, Γλωσσ., ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστρον.