ἡ, fem. of ὁμιλητής, Philostr.VA1.30.
[Seite 331] ἡ, fem. zu ὁμιλητής, Philostr.; auch ὁμιλητρίς wird angeführt.
ὁμῑλήτρια: θηλ. τοῦ ὁμιλητής, Φιλόστρ. 39.
η (ΑΜ ὁμιλήτρια)βλ. ομιλητής.