ὁμοέτους, ὁ, ἡ, of the same age, EM386.46.
[Seite 334] = ὁμῆλιξ, Schol. Arat. 4.
ὁμοέτης: -ους, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, Μέγ. Ἐτυμολ. 386. 46.
ὁμοέτης, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει την ίδια ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έτης (< ἔτος), πρβλ. ολιγοέτης].